- λεβητομανία
- λεβητομανία, ἡ (Μ)μτφ. η μέχρι μανίας προσήλωση στη χύτρα, δηλ. στο φαγητό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λέβητας — ο (AM λέβης, ητος) μεγάλη μετάλλινη χύτρα για βράσιμο νερού ή για μαγείρεμα φαγητού, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους δινόταν και ως τιμητικό δώρο ή ως έπαθλο σε αγώνα, καζάνι, λεβέτι (α. «ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ», Ομ. Ιλ.… … Dictionary of Greek